καϊσί

καϊσί
το крупный абрикос (плод)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καϊσί" в других словарях:

  • καϊσί — καϊσί, το και καΐσι, το (λ. τουρκ.), ο καρπός της καϊσιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καΐσι — (I) το 1. δερμάτινο λουρί πάνω στο οποίο ο κουρέας ακονίζει το ξυράφι 2. δερμάτινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayis]. (II) και καϊσί, το το βερίκοκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayisi] …   Dictionary of Greek

  • κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… …   Dictionary of Greek

  • καϊσιά — η [καϊσί] η βερικοκιά …   Dictionary of Greek

  • cais — CAÍS, caişi, s.m. Pom fructifer din familia rozaceelor, cu flori albe cu nuanţe roz, care apar înaintea frunzelor, cultivat pentru fructele sale (Armeniaca vulgaris). – Din caisă (derivat regresiv). Trimis de viorelgrosu, 13.09.2007. Sursa: DEX… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»